αδιαβατική μεταβολή

αδιαβατική μεταβολή
Στη θερμοδυναμική ονομάζεται α.μ. κάθε φυσικό φαινόμενο κατά το οποίο μια ποσότητα ύλης μεταβάλλει τις φυσικές ή χημικές ιδιότητές της χωρίς να προσλάβει από το περιβάλλον ή να αποδώσει σε αυτό θερμότητα. Καμιά πραγματική θερμοδυναμική μεταβολή δεν είναι α.μ., γιατί ποτέ δεν είναι κατορθωτό να εξασφαλίσουμε απόλυτη θερμική μόνωση από το περιβάλλον κατά τη διάρκεια της εξέλιξης της μεταβολής που εξετάζουμε. Θα πρέπει συνεπώς να δεχτούμε τις α.μ. ως ιδανικές μεταβολές, μέσω των οποίων είναι εύκολο να υπολογίζουμε με ικανή προσέγγιση τα χαρακτηριστικά τους κάτω από πραγματικές συνθήκες μεταβολών, στις οποίες η ανταλλαγή θερμότητας με το εξωτερικό περιβάλλον είναι αμελητέα, όπως π.χ. η συμπίεση ή η εκτόνωση ενός αερίου που περιέχεται σε δοχείο με απομονωτικά τοιχώματα ή η ανάφλεξη του μείγματος σε έναν κινητήρα εσωτερικής καύσης, η οποία αναπτύσσεται σε ταχύτατο χρόνο και πραγματοποιείται χωρίς υπολογίσιμη μετάδοση θερμότητας στο περιβάλλον (βλ. λ. θερμοδυναμική). αδιαβατική απομαγνήτιση.Η πρώτη μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε για την παραγωγή θερμοκρασιών πολύ κοντά στο απόλυτο μηδέν (με αυτή τη μέθοδο έχουν επιτευχθεί θερμοκρασίες χαμηλότερες από 0,001° Κ). Ένα παραμαγνητικό άλας τοποθετείται ανάμεσα στους πόλους ενός ηλεκτρομαγνήτη που μπαίνει σε λειτουργία, ενώ η επακόλουθη θερμότητα απομακρύνεται από ένα λουτρό ηλίου. Η ουσία κατόπιν απομονώνεται θερμικά, σταματά η λειτουργία του ηλεκτρομαγνήτη και η θερμοκρασία της πέφτει σε πολύ χαμηλά επίπεδα. αδιαβατική γραμμή καμπύλη.Γραμμή με την οποία παριστάνεται συμβατικά η α.μ. στα θερμικά διαγράμματα. αδιαβατική εξίσωση. Η εξίσωση Ρ · Vγ = Σταθ., που εκφράζει τον νόμο μεταβολής της πίεσης (Ρ) και του όγκου (V) ενός αερίου κατά τη διάρκεια α.μ., όπου γ είναι ο λόγος της ειδικής θερμότητας του αερίου με σταθερή διαρκώς πίεση προς την ειδική θερμότητα του αερίου κάτω από σταθερό όγκο. αδιαβατική θέρμανση.Αύξηση της θερμοκρασίας ενός αερίου όταν συμπιέζεται αδιαβατικά. αδιαβατική ψύξη.Ελάττωση της θερμοκρασίας ενός αερίου που οφείλεται στην αδιαβατική εκτόνωσή του. αδιαβατικό περικάλυμμα.Περίβλημα ενός φυσικού συστήματος, που εμποδίζει την ανταλλαγή θερμότητας με το εξωτερικό περιβάλλον. Παραδείγματα αδιαβατικού περικαλύμματος είναι τα δοχεία Ντιούαρ (θερμός) και το μαγνητικό πεδίο που περιορίζει το πλάσμα υψηλής θερμοκρασίας και το εμποδίζει να έρθει σε επαφή με τα τοιχώματα των συσκευών που το παράγουν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θερμοβαθμίδα — Η βαθμίδα της θερμοκρασίας του ατμοσφαιρικού αέρα, δηλαδή η μεταβολή της θερμοκρασίας μιας μάζας αέρα ανά μονάδα μήκους. Η θ. θεωρείται ως άνυσμα κάθετο στις ισόθερμες και με φορά από τις υψηλές προς τις χαμηλές θερμοκρασίες. Διακρίνονται οι εξής …   Dictionary of Greek

  • Έρενφεστ, Πάουλ — (Paul Ehrenfest, Βιέννη 1880 – Άμστερνταμ 1933). Αυστριακός θεωρητικός φυσικός. Τελείωσε τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο της Βιέννης (1904) και το 1912 –έπειτα από παραμονή μερικών χρόνων στη Ρωσία– έγινε καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Λέιντεν… …   Dictionary of Greek

  • αδιαβατικές καμπύλες — Οι γραμμές που αναπαριστούν γεωμετρικά σε θερμοδυναμικά διαγράμματα την αδιαβατική μεταβολή (βλ. λ.) …   Dictionary of Greek

  • αναστροφή — Μεταβολή στο αντίθετο, μεταστροφή, επιστροφή, επάνοδος. (Βιολ.)Στη γενετική, α. είναι η μεταβολή της γραμμικής σύνταξης των γονιδίων σε ένα τμήμα χρωματοσώματος, έτσι ώστε να βρίσκονται σε αντίθετη σειρά απ’ ό,τι το αντίστοιχο τμήμα ενός… …   Dictionary of Greek

  • μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… …   Dictionary of Greek

  • εκτόνωση — Η αύξηση του όγκου ενός αερίου, που οφείλεται στην αύξηση της θερμοκρασίας του ή στη μείωση της πίεσής του. Το έργο W που παράγει ένα αέριο στο περιβάλλον του, όταν εκτονώνεται, είναι:W =pdV, όπου p η πίεση που επιφέρεται πάνω ή από το αέριο και …   Dictionary of Greek

  • θερμοδυναμική — Κλάδος της φυσικής που μελετά από μακροσκοπική άποψη, χωρίς δηλαδή να ενδιαφέρει η δράση των εσωτερικών μηχανισμών, τα φαινόμενα που χαρακτηρίζονται βασικά από τις μετατροπές της θερμότητας σε έργο και αντίστροφα. Γενικότερα, η θ. ασχολείται με… …   Dictionary of Greek

  • ισεντροπικός — ή, ό φυσ. αυτός που έχει ίση εντροπία* με κάποιον άλλο όρος που αναφέρεται σε μεταβολή κατάστασης ενός θερμοδυναμικού συστήματος κατά τη διάρκεια τής οποίας η εντροπία τού συστήματος παραμένει σταθερή τέτοια μεταβολή είναι η αδιαβατική… …   Dictionary of Greek

  • Τζάουλ — ο, Ν φρ. α) «εκτόνωση Τζάουλ» φυσ. αδιαβατική εκτόνωση ενός αερίου χωρίς την παραγωγή εξωτερικού έργου, εκτόνωση η οποία, στην περίπτωση ενός ιδανικού αερίου πραγματοποιείται χωρίς μεταβολή τής θερμοκρασίας β) «νόμος Τζάουλ» i) θερμοδυναμικός… …   Dictionary of Greek

  • Καρνό — (Carnot). Επώνυμο οικογένειας Γάλλων επιστημόνων. 1. Λαζάρ Νικολά Μαργκερίτ (Lazare Nicolas Marguerite, Νολέ 1753 – Μαγδεμβούργο 1823). Στρατηγός, πολιτικός και μαθηματικός. Ήταν γνωστός και ως οργανωτής της νίκης και συγκαταλέγεται στις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”